- τρυφητίας
- ὁ, ΜΑτρυφητής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορμητ-ίας, τολμητ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυφητίας — τρυφητίᾱς , τρυφητίας voluptuary masc acc pl τρυφητίᾱς , τρυφητίας voluptuary masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)